παλαιστή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) παλαστή palm of the hand fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστή — Αρχαία πόλη της Ηπείρου στην παραλία των Ακροκεραυνίων. Αναφέρεται από τον Αππιανό, τον Λουκιανό και τον Καίσαρα. Πολλοί την τοποθετούν στον όρμο Πάλασα ή Άη Δημήτρη ή Γκράβα. * * * παλαιστή, ἡ (Α) βλ. παλαστή … Dictionary of Greek
παλαιστῆι — παλαιστῇ , παλαιστέω thrust away with the hand pres subj mp 2nd sg παλαιστῇ , παλαιστέω thrust away with the hand pres ind mp 2nd sg παλαιστῇ , παλαιστέω thrust away with the hand pres subj act 3rd sg παλαιστῇ , παλαιστή fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαισταῖς — παλαιστή fem dat pl παλαιστής wrestler masc dat pl παλαστή palm of the hand fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαισταί — παλαιστή fem nom/voc pl παλαιστής wrestler masc nom/voc pl παλαστή palm of the hand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστήν — παλαιστή fem acc sg (attic epic ionic) παλαιστής wrestler masc acc sg (attic epic ionic) παλαστή palm of the hand fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… … Wikipedia Español
καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek
παλαιστικός — ή, ό (Α παλαιστικός, ή, όν) [παλαιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή 2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα τής πάλης 3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστική η τέχνη τού παλαιστή αρχ. αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη… … Dictionary of Greek
παλαιστά — παλαιστά̱ , παλαιστή fem nom/voc/acc dual παλαιστά̱ , παλαιστή fem nom/voc sg (doric aeolic) παλαιστά̱ , παλαιστής wrestler masc nom/voc/acc dual παλαιστής wrestler masc voc sg παλαιστής wrestler masc nom sg (epic) παλαιστά̱ , παλαστή palm of the … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)